- φυγοδικία
- ηη αποφυγή δίκης, η μη εμφάνιση σε δικαστήριο την ημέρα της δίκης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυγοδικία — η, ΝΜΑ [φυγόδικος] το να φυγοδικεί κανείς, το να είναι κανείς φυγόδικος … Dictionary of Greek
φυγοδικίας — φυγοδικίᾱς , φυγοδικία avoidance of a trial fem acc pl φυγοδικίᾱς , φυγοδικία avoidance of a trial fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουντουμαντζιόα — κουντουμαντζιόα, ἡ (Μ) φυγοδικία, δίκη ερήμην τού κατηγορουμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. countumaco] … Dictionary of Greek